- ὁμοψήφῳ
- ὁμόψηφοςvoting withmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοψηφώ — (Α ὁμοψηφῶ, έω) [ομόψηφος] αποφασίζω τα ίδια με κάποιον άλλο, δίνω την ίδια ψήφο, έχω την ίδια γνώμη … Dictionary of Greek